διεγερτικος

διεγερτικος
    διεγερτικός
    δι-εγερτικός
    3
    пробуждающий, возбуждающий
    

(τῆς ψυχῆς Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διεγερτικος" в других словарях:

  • διεγερτικός — exciting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικός — ή, ό (AM διεγερτικός, ή, όν) [διεγείρω] ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικός νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων τού σώματος («διεγερτικά φάρμακα») 2. εκείνος που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • διεγερτικός — ή, ό αυτός που διαθέτει την ιδιότητα να διεγείρει, να ερεθίζει: Υπάρχουν φάρμακα διεγερτικά της σεξουαλικότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεγερτικά — διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc pl διεγερτικά̱ , διεγερτικός exciting fem nom/voc/acc dual διεγερτικά̱ , διεγερτικός exciting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικώτερον — διεγερτικός exciting adverbial comp διεγερτικός exciting masc acc comp sg διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικόν — διεγερτικός exciting masc acc sg διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικοῖς — διεγερτικός exciting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικοί — διεγερτικός exciting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτική — διεγερτικός exciting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγερτικήν — διεγερτικός exciting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερσίνους — ἀερσίνους, ουν (ασυναίρ. νοος, ον) (Α) 1. αυτός που αναπτύσσει τη νοημοσύνη 2. (για το κρασί) αυτός που διεγείρει τον νου, που δίνει κέφι, ζωντάνια, ο διεγερτικός 3. υπερήφανος, φαντασμένος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) +… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»